- ντρίλλι
- τοβλ. δρίλλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drill, υποχωρητ. σχηματ. τού drilling < γερμ. Drillich «βαμβακερό ύφασμα με τριπλή ύφανση» (κατ' επίδραση τού αρχ. άνω γερμ. drῑ «τρία») < λατ. trilix < tri- «τρία» + -lix (< licium «κλωστή»)].
Dictionary of Greek. 2013.